θησηΐς

θησηΐς
Τίτλος έπους άγνωστου Ίωνα ποιητή, το οποίο δεν διασώζεται. Επειδή ο κωμικός ποιητής Δίφιλος είχε γράψει έργο με τον τίτλο Θησεύς, πολλοί του απέδιδαν και τη Θ. To έπος έχει γραφτεί πριν από τους Περσικούς πολέμους.
* * *
θησηΐς και θηςῄς, ἡ (Α) [Θησεύς]
1. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον Θησέα («θησηΐς χθών», Αισχύλ.)
2. είδος κόμμωσης που χρησιμοποίησε πρώτος ο Θησεύς
3. ως κύριο όν. Θησηΐς
ποίημα που αναφέρεται στον Θησέα («ὅσοι... Θησηΐδα... πεποιήκασι», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Θησηίς — of Theseus fem nom sg Θησηίς of Theseus fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θησηίδα — Θησηίς of Theseus fem acc sg Θησηίς of Theseus fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θησηίδος — Θησηίς of Theseus fem gen sg Θησηίς of Theseus fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θησῇδος — Θησηίς of Theseus fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CYCLUS Epicus — Κύκλος Ε᾿πικὸς, opus erat totius Mythologiae continuatam seriem, diversis Poetarum carminibus, in unum syntagma compactis, interque se pro temporum ratione connexis, a Mundi initio seu Θεογονία, usque ad Ulyssie reditum, erhibens, uti videre est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THESEIS — Graece Θησηῒς, pars Cycli Epici, de quo dictum supra. Vide quoque in voce Theseus. Item tonsurae genus, apud Athenienses frequens. Quoniam enim inoleverat mos, ut, qui ephebi essent, capillum et barbam fluminibus, ac Apollinin Κουροτρόφῳ primum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαφεστορίκι — διαφεστορίκι, το (Μ) υπερασπιστές («ὅλες τὶς καλύτερες (ενν. γυναίκες) τῆς βασιλείας ἐκείνης διαφεστορίκιν ἐστειλε ἐκεῑ νὰ τοὺς φυλάσσουν», Θησηίς) …   Dictionary of Greek

  • δυναστεία — η (AM δυναστεία) [δυναστεύω] αρχή, εξουσία, ηγεμονία μσν. νεοελλ. καταθλιπτική εξάσκηση εξουσίας, καταδυνάστευση, εξαναγκασμός νεοελλ. 1. σειρά ηγεμόνων μιας χώρας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια («η δυναστεία τών Αψβούργων») 2. πολυμελής… …   Dictionary of Greek

  • θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Αλβινοβανός — Όνομα δύο Λατίνων ποιητών. 1. Α. Κέλσος. Γραμματέας του αυτοκράτορα Τιβέριου και ποιητής. Ήταν φίλος του ποιητή Οράτιου, που σε επιστολή του τον συμβούλεψε να μη μιμείται άλλους ποιητές. 2. Α. Πέδων. Ρωμαίος ποιητής που έζησε στα χρόνια του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”